- ετερότοπος
- ος , ον мед. гетеротопный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερότοπος — η, ο και ετεροτοπικός, ή, ό ανατ. αυτός που αναπτύσσεται σε άλλο τόπο (= θέση), αυτός που δεν έχει φυσιολογική θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotopous < hetero (πρβλ. ετερο *) + topous (πρβλ. τόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροτοπικός — ή, ό βλ. ετερότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotopic < hetero (πρβλ. ετερο *) + topia (πρβλ. τόπος)] … Dictionary of Greek
αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… … Dictionary of Greek